ἀνορεξία

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορεξία Medium diacritics: ἀνορεξία Low diacritics: ανορεξία Capitals: ΑΝΟΡΕΞΙΑ
Transliteration A: anorexía Transliteration B: anorexia Transliteration C: anoreksia Beta Code: a)noreci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of desire or appetite, Ti.Locr.102e, Aret.CA2.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορεξία: ἡ, ἔλλειψις ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de apetito Ti.Locr.102e, Aret.CA 2.3.9, Pall.H.Mon.8.15.

Greek Monolingual

και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία)
επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό
νεοελλ.
1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά
2. «νευρική ανορεξία» — συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική απίσχνανση.