πορθμεύω
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
A carry or ferry over a strait, river, etc., στρατόν E.Rh.429; τινὰς εἰς Σαλαμῖνα Aeschin.3.158: then, generally, carry over, carry, ἐφετμὰς τάσδε πόρθμευσον πάλιν A.Ch.685; δεῦρο π. βρέφος E.Ion 1599; γραφὰς πρὸς Ἄργος Id.IT735; also, π.τινὰ ἐκ γῆς S.Tr.802, cf. E.IT1358; π. πόδα, ἴχνος, advance, ib.936, 266: metaph., εἰς δάκρυα π. ὑπομνήσει κακῶν Id.Or.1032; τινὰ εἰς αἱματηρὸν γάμον δόλῳ Id.IT371; ποῖ διωγμὸν πορθμεύεις; how far dost thou carry it? ib.1435; Ἀχέρων ἄχεα π. βροτοῖσιν Licymn.2; πορθμεύει γὰρ ἔμοιγε κύλιξ παρὰ σοῦ τὸ φίλημα AP5.260 (Agath.):—Pass., to be carried or ferried over from place to place, Hdt.2.97; ἐπ' ὄχοις π. E.Tr. 569(anap.): c.acc. loci, pass over or through, λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος Id.Andr. 1229(anap.). II Act.intr., pass over, ποταμούς Pl.Ax. 371c; Ἀχέροντος ὕδωρ AP7.68 (Arch.); κύματα Epigr.Gr.522.1 (Thessalonica); τίς ἀστὴρ ὅδε π.; E.IA6(anap.).
German (Pape)
[Seite 683] trans., über eine Meerenge, einen Fluß u. dgl. überfahren, übersetzen; στρατόν, Eur. Rhes. 429; δεῦρο βρέφος, Ion 1599; übtr. sagt Aesch. ἐφετμὰς τάσδε πόρθμευσον πάλιν, Ch. 674; zu Schiffe führen, ἀλλά μ' ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα, Soph. Tr. 799; u. allgemeiner, ποῖ διωγμὸν τόνδε πορθμεύεις, Eur. I. T. 1435; εἰς δάκρυα πορθμεύουσ' ὑπόμνησιν κακῶν, Or. 1032, die Erinnerung an das Leid zu den Thränen überführen, bis zu Thränen steigern; ἄκροισι δακτύλοισι πορθμεύων ἴχνος, I. T. 266, d. i. vorschreitend, wie τί ποτ' εἰς γῆν τήνδε ἐπόρθμευσας πόδα, 936. – Pass. übergesetzt werden, übersetzen, intr.; Her. 2, 97; λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος, zum Aether, Eur. Andr. 1230; πορθμευθείς, Mel. 7 (XII, 52); wie auch das activ. (sc. ἑαυτόν) gebraucht ist, ποταμούς, Plat. Ax. 371 b; τίς ἀστὴρ ὅδε πορθμεύει, geht über den Himmel weg, Eur. I. A. 6. Auch in sp. Prosa, mit dem allgemeinen Begriff »Seefahrt treiben«.