ἀντιτίνω

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιτίνω Medium diacritics: ἀντιτίνω Low diacritics: αντιτίνω Capitals: ΑΝΤΙΤΙΝΩ
Transliteration A: antitínō Transliteration B: antitinō Transliteration C: antitino Beta Code: a)ntiti/nw

English (LSJ)

fut. -τείσω,

   A suffer punishment for a thing, τι Thgn.741: abs., S.Aj.1086: generally, repay, χάριτάς τινι Eust.142.15.    II Med., exact or inflict in turn, ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσασθαι φόνον exact death as a punishment for .., A.Ag.1263; πόσιν δίκην (codd. δίκῃ) τῶνδ' ἀντιτείσασθαι κακῶν exact a penalty from him for these evil deeds, E.Med.261, cf. Lyc.1367. [On the quantity v. τίνω.]

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτίνω: μέλλ. - τίσω, πληρώνω ἢ ὑποφέρω τιμωρίαν διά τι πρᾶγμα, τι Θέογν. 738· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 1086: - ἐν γένει, ἀντιπληρώνω, χάριτάς τινι Εὐστ. 142. 15. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω ἀντίποινα, ἀντιτιμωρῶ τινα, κἀπεύχεται ... ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτίσασθαι (ἀντιτείσεσθαι Weil) φόνον, νὰ τιμωρήσῃ αὐτὸν διὰ φόνου, διότι μὲ ἤγαγεν ἐνταῦθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1263· πόσιν δίκην (διαφ. γραφ. δίκῃ) τῶνδ’ ἀντιτίσασθαι κακῶν, λαβεῖν παρ’ αὐτῶν ποινὴν διὰ τὰ πονηρὰ ταῦτα ἔργα (πρβλ. ἀποτίνω), Εὐρ. Μήδ. 261, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. (256). 2) ἐκδικοῦμαι, τιμωρῶ, σὸν φόνον Εὐρ. Ἱκ. 1144 (ἔνθα ὁ Canter διώρθωσεν ἀντιτίσομαι ἀντὶ τοῦ ἀντιτάσσομαι). - Πρβλ. τίω ΙΙ [Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε τίνω].

French (Bailly abrégé)

f. ἀντιτίσω, etc.
payer en retour, expier;
Moy. ἀντιτίνομαι faire payer en retour, faire expier, punir : τινα δίκην τινὸς ἀντ. EUR faire que qqn paie la rançon, subisse la peine de qch ; τινος ἀντ. τι infliger un châtiment en expiation de qch, faire expier qch par la mort.
Étymologie: ἀντί, τίνω.

Spanish (DGE)

1 pagar c. ac. μή τιν' ὑπερβασίην ἀντιτίνειν πατέρων Thgn.740
abs. S.Ai.1086.
2 c. ac. y dat. devolver τοῖς εὐεργέταις χάριτας Eust.142.15.
3 en v. med. hacer pagar c. doble ac. de cosa y pers. πόσιν δίκην τῶνδ' ἀντιτείσασθαι κακῶν E.Med.261, cf. Lyc.1367
hacer pagar con c. ac. ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσεσθαι φόνον hacer pagar con la muerte mi rapto A.A.1263.

Greek Monolingual

ἀντιτίνω (Α)
1. τιμωρούμαι για κάτι
2. ανταποδίδω, πληρώνω
3. (-ομαι) εκδικούμαι, τιμωρώ κι εγώ.