γαλιδεύς
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
έως, ὁ,
A a young weasel, Cratin.265.
German (Pape)
[Seite 472] ὁ, das Junge der γαλέη, Cratin. bei B. A. 88.
Greek (Liddell-Scott)
γαλῐδεύς: έως, ὁ, μικρὰ γαλῆ, «γατ(τ)άκι», Κρατῖν. Ὡρ. 19.
Spanish (DGE)
(γᾰλῐδεύς) -έως, ὁ cría de comadreja Cratin.291.
Greek Monolingual
γαλιδεύς, ο (Α)
γατάκι ή μικρό κουνάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλή + (υποκορ. επίθημα) -ιδεύς, που χρησιμοποιείται κυρίως σε λέξεις που δηλώνουν μικρά ζώα (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, λυκιδεύς κ.ά.].