γλάμων

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλάμων Medium diacritics: γλάμων Low diacritics: γλάμων Capitals: ΓΛΑΜΩΝ
Transliteration A: glámōn Transliteration B: glamōn Transliteration C: glamon Beta Code: gla/mwn

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A = γλᾰμυρός, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.

Greek (Liddell-Scott)

γλάμων: -ον, = γλᾰμυρός, Ἀριστοφ. Βατρ. 588, Ἐκκλ. 254, Εὔπολ. Αἰξὶ 14, Λυσίας 142. 4.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
chassieux.
Étymologie: DELG t. pop. d’étym. incert.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
pitañoso, legañoso epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.

• Etimología: Quizá rel. lituan. glêmės ‘mucosidad’, alb. ngl’omë ‘húmedo’.

Greek Monolingual

γλάμων, -ον (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός και γλαμώδης) προήλθε από τη γλώσσα του Ησύχ. «γλάμος
μύξα», κατά τα επίθετα σε -ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. glēmės, gleimės «βλέννα, φλέμα», αγγλ. clemmy «κολλώδης», αλβ. ngl’οme «υγρός». Το λατ. glamae «τσίμπλα» είναι πιθ. δάνειο από την Ελληνική].