δικαιοδότης
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ου, ὁ, = Lat.
A juridicus, at Alexandria, Str.17.1.12, POxy.237vii39 (ii A. D.), etc.: generally, δ. τοῦ ἔθνους governor of the province, J.AJ18.1.1; = Lat. legatus juridicus, δ. Σπανίας DessauInscr.Lat.Sel.8842.
German (Pape)
[Seite 626] ὁ, der Rechtertheilende, Richter, Strab. XVII, 797 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δικαιοδότης: -ου, ὁ, δικαστής, Λατ. juridicus, ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, Στράβων 797· -ἐπίθ. -δοτικός, ή, όν, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 juez trad. de lat. iuridicus funcionario judicial de alto rango dependiente del prefecto de la provincia, en Egipto δ. Αἰγύπτου ISide 55.3 (I d.C.?), Corinth.8(3).136.6 (II d.C.), con sede en Alejandría Αἰγύπτου καὶ Ἀλεξανδρείας δ. Corinth.8(1).80.4 (II d.C.), cf. POxy.237.7.39, SB 12556.5 (ambos II d.C.), ὁ δ., ὁ τῶν πολλῶν κρίσεων κύριος Str.17.1.12, asumía ocasionalmente las funciones del prefecto ὁ κράτιστος δ. διέπων καὶ τὰ κατὰ τὴν ἡγεμονίαν el excelente iuridicus y sustituto del prefecto, PDiog.18.2 (III d.C.), cf. BGU 327.1 (II d.C.), tb. del διοικητής: ὁ γενόμενος δ. διαδεχόμενος τότε καὶ τὰ τῇ διοικήσει διαφέροντα PThmouis 1.68.4 (II d.C.), cf. PFlor.89.1 (III d.C.) en BL 1.147, en otras provincias δ. Σπα[νίας] διοικήσεως Ταρακωνησίας, δ. Ἀπουλίας Καλαβρίας Λυκαονίας IGR 4.1741.7 (Hierocesarea III d.C.), cf. IGBulg.4.884.4 (Filipópolis III d.C.), TAM 5.923.2 (Tiatira III d.C.).
2 juez, administrador de justicia tít. honoríf. aplicado a varios altos cargos de la admin. romana, esp. al gobernador en su calidad de tal o de legatus Augusti pro praetore ὑπὸ Καίσαρος δ. τοῦ ἔθνους ἀπεσταλμένος I.AI 18.1, cf. IG 5(1).485.12 (Esparta II d.C.), frec. en Licia δ. ἁγνός TAM 2.563.19 (Tlos I d.C.), 2.571.5 (Tlos II d.C.), cf. 2.508.26 (Pinara I a.C.), 2.131.8 (Lide I d.C.), aplicado a un procónsul SEG 14.648 (Caunos II d.C.), a un miembro del consilium del procónsul de Asia δικαιοδ[ό] την καὶ αὐτὸν Δολοβέ[λ] λου τοῦ αὐτοκράτορος σύνεδρον γενόμενον CRIA 6.5 (Tabas I a.C.), a un gobernador militar, equiv. de ἀργαπέτης: δ. τῆς μητ[ροκολω] νείας OGI 646.5 (Palmira III d.C.)
•tb. de Dios, Gr.Naz.Ep.64.5.
Greek Monolingual
ο (AM δικαιοδότης)
αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, δικαστής
αρχ.
διοικητής επαρχίας με δικαστική εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -δοτης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης, εργοδότης)].