ἐγερτικός

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγερτικός Medium diacritics: ἐγερτικός Low diacritics: εγερτικός Capitals: ΕΓΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: egertikós Transliteration B: egertikos Transliteration C: egertikos Beta Code: e)gertiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A waking, stirring, νοήσεως Pl.R.523e, 524d.    II in Gramm., enclitic, because changing the grave accent of the preceding word into the acute, ἐ. ἐπίρρημα AB1147.

German (Pape)

[Seite 703] erweckend, ermunternd; νοήσεως Plat. Rep. VII, 524 d; Sp., wie Plut. Lys. 21, θυμοῦ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγερτικός: -ή, -όν, ὁ διεγείρων, συντελῶν πρὸς διέγερσιν, τινος Πλάτ. Πολ. 523Ε, 524D. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἐγερτικὰ καλοῦνται τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ὁποῖα μεταβάλλουσι τὴν βαρεῖαν τῆς προηγουμένης λέξεως εἰς ὀξεῖαν, Α. Β. 1147.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à éveiller, qui excite, gén..
Étymologie: ἐγείρω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que despierta, despertador fig. que excita, que estimula ref. a capacidades intelectuales, c. gen. obj. νοήσεως Pl.R.523e, cf. 524d, κέντρον ... ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ φρονήματος de la música, Plu.2.238a, cf. Lyc.21, πνεῦμα μανίας ... ἐ. Plu.2.291a, c. otras constr. οἱ λόγοι μεταδόσεις εἰσίν ... ἐγερτικαὶ δὲ εἰς τὰς τῶν βίων προβολάς Procl.in R.2.256, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι ... lo más estimulante para el desprecio de la muerte es que ... M.Ant.12.34
medic. estimulante de ciertas plantas ἐγερτικὴν ἔχει δύναμιν ἐπὶ ληθαργικῶν Dsc.Eup.1.14, οἱ ἑφθοὶ πυροὶ πρὸς συνουσίαν ἐγερτικοί Sch.Ar.Au.565.α, de ciertas potencias Στίλβων πνευμάτων ἐ. Estilbón (el planeta Mercurio) es el que excita los vientos Posidon.in Ti.B 9, ἡ δὲ τοῦ χρόνου κίνησις ... ἐγερτικὴ τῶν κατὰ φύσιν ὅλων κινήσεων Procl.in Ti.3.30.
2 gram. que confiere un acento tónico, e.e. que levanta el tono de la sílaba átona o grave para convertirlo en agudo ἐξ ἐπιρρημάτων δὲ ἐγερτικά ἐστι τὰ ἐκ πεύσεως ἀοριστούμενα Hdn.Gr.1.560.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγερτικός, -ή, -όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερση
αρχ.
ἐγερτικά
τα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία της προηγούμενης λέξης σε οξεία.