ἐκμαστεύω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμαστεύω Medium diacritics: ἐκμαστεύω Low diacritics: εκμαστεύω Capitals: ΕΚΜΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: ekmasteúō Transliteration B: ekmasteuō Transliteration C: ekmasteyo Beta Code: e)kmasteu/w

English (LSJ)

   A track out, ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα ἐ. A.Eu.247, Ph. Bybl. ap. Eus.PE1.9.

German (Pape)

[Seite 769] ausspähen, aufsuchen, ὡς κύων νεβρόν Aesch. Eum. 238.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαστεύω: ἰχνεύω, ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ, Φίλων Βιβλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 31D. - Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 247 ὁ Ἀττ. τύπος: ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα... ἐκματεύομεν ἀποκατέστη ὑπὸ Δινδ., ὃν ἴδε ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rechercher, poursuivre.
Étymologie: ἐκ, μαστεύω.

Spanish (DGE)

seguir el rastro de, rastrear ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν A.Eu.247
fig. investigar τὰ Τααύτου Herenn.Phil.Hist.1.23.

Greek Monolingual

(AM ἐκμαστεύω)
ανιχνεύω, προσπαθώ να βρω και να φέρω στην επιφάνεια (συνήθως για υπόγεια ύδατα)
αρχ.
παρακολουθώ με προσοχή.