ἐκμαστεύω
From LSJ
English (LSJ)
A track out, ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα ἐ. A.Eu.247, Ph. Bybl. ap. Eus.PE1.9.
German (Pape)
[Seite 769] ausspähen, aufsuchen, ὡς κύων νεβρόν Aesch. Eum. 238.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμαστεύω: ἰχνεύω, ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ, Φίλων Βιβλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 31D. - Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 247 ὁ Ἀττ. τύπος: ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα... ἐκματεύομεν ἀποκατέστη ὑπὸ Δινδ., ὃν ἴδε ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rechercher, poursuivre.
Étymologie: ἐκ, μαστεύω.
Spanish (DGE)
seguir el rastro de, rastrear ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν A.Eu.247
•fig. investigar τὰ Τααύτου Herenn.Phil.Hist.1.23.
Greek Monolingual
(AM ἐκμαστεύω)
ανιχνεύω, προσπαθώ να βρω και να φέρω στην επιφάνεια (συνήθως για υπόγεια ύδατα)
αρχ.
παρακολουθώ με προσοχή.