ἔναγχος
English (LSJ)
Adv.
A just now, lately, Ar.Nu.639, Eup.181.2, Lys.19.50, Pl.Grg.462c, D.21.36; τὸ ἔ. Ar.Ec.823; opp. πάλαι, Isoc.19.43; τὸ ἔ. πάθος the recent misfortune, App.BC1.9: c. gen., ἔ. τοῦ Χρόνου D.H.7.45.
German (Pape)
[Seite 824] jüngst, vor Kurzem (der Zeit nach nahe, ἄγχι) Ar. Nubb. 639; Lys. 19, 50; Plat. Gorg. 462 b u. Folgde; ἔναγχος τοῦ χρόνου D. Hal. 7, 45; Ggstz πάλαι, Isocr. 19, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἔναγχος: Ἐπίρρ.: (ἴδε ἀγχω)· ἄρτι, ἀρτίως, πρὸ ὀλίγου, προσφάτως, Ἀριστοφ. Νεφ. 639, Ἐκκλ. 823, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 5, καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ (τὸ ἀρτίως, νεωστὶ καὶ προσφάτως εἶναι ποητικώτερα), Λυσ. 156. 21, Πλάτ. Γοργ. 462Β κ. ἀλλ., Δημ. 525. 28· τὸ ἔναγχος πάθος, τὸ τελευταῖον δυστύχημα, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 9· μετὰ γεν., ἔναγχος τοῦ χρόνου Διον. Ἁλ. 7. 45.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à l’heure, il y a un instant ; ἔναγχός ποτε l’autre jour.
Étymologie: ἐν, ἄγχι.
Spanish (DGE)
adv.
1 c. valor temp. recientemente, hace poco, últimamente ἔ. ... παρεκόπην διχοινίκῳ hace poco fui engañado en dos quénices Ar.Nu.639, cf. Ec.823, Eup.193.2, ἔ. ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Lys.19.50, ἔ. ... κατέλαβέ με ὀρχούμενον X.Smp.2.19, cf. Pl.Smp.172a, Phdr.257c, Grg.462c, Arist.Rh.1375b31, ἔ. μὲν ξένους εἰσπέμψαντες D.11.5, op. πάλαι ‘hace tiempo’ οὐ περὶ τῶν πάλαι τεθνεώτων, ἀλλὰ περὶ τῶν ἔ. τὸν κλῆρον καταλιπόντων Isoc.19.43, cf. Paus.4.21.10, ἔγημ' ἔ. Men.Epit.fr.1, cf. I.AI 6.81, Gal.1.657, Plu.Cam.38, D.C.39.33.2, στρατιώτη τῶν ἔ. ἀπολυθέντων PLond.198.6, cf. PBeatty Panop.2.80 (IV d.C.), τῷ ἔ. γενομ(ένῳ) τοῦ νομ(οῦ) διαλογισμῷ PHeid.398.5, cf. PMerton 18.33 (II d.C.), ἔ. ἐωνημένος ... τὰς ὑπογεγραμμένας (ἀρούρας) POxy.78.12 (II/III d.C.), Eus.PE 1.1.10, Gr.Nyss.Eun.1.22, Hsch.H.Hom.9.12.8
•en constr. adnom. τὸ ἔ. πάθος la desgracia reciente App.BC 1.9, ὁ ἔ. ἀγών IAphrodisias 3.91.1.34 (II d.C.), cf. PMich.623.13 (III d.C.), c. rég. de gen. τὰ ... ἔ. τοῦ χρόνου προσκρούματα D.H.7.45, cf. 6.77.
2 c. valor local muy cerca τῷ πελάγει ἔ. προσελθών Aesop.307.
Greek Monolingual
ἔναγχος (Α)
επίρρ.
1. πρόσφατα, πριν από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ ἔναγχος ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησία», Λυσ.
β. [και με το άρθρο το] «τὸ δ' ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῑς ὤμνυμεν», Αριστοφ.)
2. φρ. α) «τὸ ἔναγχος πάθος» — η πρόσφατη δυστυχία
β) «ἔναγχος τοῡ χρόνου» — σε πρόσφατο χρόνο, πρόσφατα.