ἐνηδύνω

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνηδύνω Medium diacritics: ἐνηδύνω Low diacritics: ενηδύνω Capitals: ΕΝΗΔΥΝΩ
Transliteration A: enēdýnō Transliteration B: enēdynō Transliteration C: enidyno Beta Code: e)nhdu/nw

English (LSJ)

   A cheer, gratify, τὰς ἀκοάς Ps.-Luc.Philopatr.3.

German (Pape)

[Seite 840] darin, dabei erheitern, ἡ μελῳδία τῶν ἀρνῶν τὰς ἀκοάς Luc. Philopat. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνηδύνω: ἡδύνω, εὐχαριστῶ, τέρπω τὰς ἀκοάς, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3. - Παθ., τῇ θείᾳ θεωρίᾳ ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

charmer, acc. .
Étymologie: ἐν, ἡδύς.

Spanish (DGE)

1 tr. en v. act. deleitar ἡ μελῳδία τῶν ὀρνέων τὰς ἀκοάς ἐνηδύνουσα Luc.Philopatr.3.
2 intr. en v. med. deleitarse y en mal sent. refocilarse, regodearse ψυχὴ ἐνηδυνομένη σαρκικαῖς ἡδοναῖς Mac.Aeg.Serm.B 3.4.4, cf. Olymp.Iob 360.15, τοῖς τῆς κακίας θελήμασιν Mac.Aeg.Serm.B 33.3.1, λογισμῷ θέλγοντι Ephr.Syr.1.15F.

Greek Monolingual

ἐνηδύνω (AM)
προκαλώ ευχάριστο συναίσθημα, τέρπω, ευχαριστώ κάποιον ή κάτι
«λύρα... τὰς ψυχάς ἐνηδὺνουσα» (Μηνιαία).