resistente
From LSJ
λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice
Spanish > Greek
βριαρός, διαρκής, δυνατός, δυσδιάλυτος, δυσπαθής, δύστρεπτος, ἀλκήεις, ἀντίτονος, ἀντερειστικός, ἀντιβατικός, ἀντιτυπητικός, ἀσύντριπτος, ἀτεράμων, ἄκμων, ἄλκιμος, ἐνστατικός, ἐνστηνής, ἔμβιος