καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Full diacritics: πρόσκαυσις | Medium diacritics: πρόσκαυσις | Low diacritics: πρόσκαυσις | Capitals: ΠΡΟΣΚΑΥΣΙΣ |
Transliteration A: próskausis | Transliteration B: proskausis | Transliteration C: proskafsis | Beta Code: pro/skausis |
εως, ἡ,
A burning, of bread, Dieuch. ap. Orib.4.5.2; of food, Plu.2.461c. II metaph., ardour, passion, Phld.Rh.1.361S.
-αύσεως, ἡ, Α προσκαίω
1. (για ψωμί και άλλα εδέσματα) το κάψιμο της επιφάνειας ή της κόρας
2. μτφ. ζωηρός ζήλος, ένθερμος πόθος.