ῥάγα

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάγα Medium diacritics: ῥάγα Low diacritics: ράγα Capitals: ΡΑΓΑ
Transliteration A: rhága Transliteration B: rhaga Transliteration C: raga Beta Code: r(a/ga

English (LSJ)

ἀκμή, βία, ὁρμή, Hsch.; but ῥαγή is similarly glossed in Erot.Fr.31.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
(γεωπ·) μονόσπερμος ή πολύσπερμος κορμός με σαρκώδες μεσοκάρπιο και ενδοκάρπιο, όπως είναι λ.χ. το σταφύλι και η ντομάτα.———————— (II)
η, Ν
βλ. ρώγα.———————— (III)
και ράγια, η, Ν
τεχνολ. σιδερένια τροχιά ειδικά κατασκευασμένη για να κυλούν πάνω της οι τροχοί σιδηροδρομικών ή τροχιοδρομικών οχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rail «σιδηροτροχιά»].———————— (IV)
και ῥᾱγα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκμή, βία, ὁρμή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι].