σκανδάλη

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκανδάλη Medium diacritics: σκανδάλη Low diacritics: σκανδάλη Capitals: ΣΚΑΝΔΑΛΗ
Transliteration A: skandálē Transliteration B: skandalē Transliteration C: skandali Beta Code: skanda/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,= sq., Alciphr.3.22.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκαντάλη Ν, και σκανδάλα Α
νεοελλ.
1. μικρός σιδερένιος μοχλός που αποτελεί το κύριο εξωτερικό εξάρτημα του πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο οποίος, καθώς έλκεται με το δάχτυλο, επιτρέπει την προώθηση του επικρουστήρα, προξενώντας έτσι την εκπυρσοκρότηση
2. ναυτ. μικρό σιδερένιο κλειδί με το οποίο απελευθερώνεται συγκρατούμενο με κνώδακα, με δόντι, αντικείμενο
3. φρ. α) «πατώτραβώ] τη σκανδάλη» — πυροβολώ
β) «κύκλωμα σκανδάλης»
(ηλεκτρ.) κύκλωμα με κρυσταλλολυχνίες ή ηλεκτρονικές λυχνίες, οι οποίες παίζουν τον ρόλο διακοπτών με ακαριαία απόκριση
γ) «σκανδάλη καθελκύσεως»
ναυτ. συσκευή με την οποία ελευθερώνεται το υπό καθέλκυση πλοίο μετά την αφαίρεση τών στηριγμάτων του
αρχ.
το σκανδάληθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σκάνδαλον, κατά τα θηλ. (για ετυμολ. βλ. λ. σκάνδαλο)].