βαλλάντιον
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
τό,
A bag, pouch, purse, [Simon.]178, Epich.10 (βαλ-), Ar.Eq.707, al., Thphr.Char.17.5; παῖς ἐκ βαλλαντίου a supposititious child, TeleclId.41. II javelin (as if from βάλλω), a pun in Dionys. ap.Ath.3.98d. (The spelling βαλλ-is better attested than that with βαλ-, cf. Phld.Rh.1.354 S., etc.; cf. βαλλαντιοτομέω, -τόμος.)
German (Pape)
[Seite 429] τό, s. βαλάντιον; so auch compp.
Greek (Liddell-Scott)
βαλλάντιον: τό, σακκίδιον, χρηματοφυλάκιον, «σακκοῦλα», Σιμων. 181, Ἐπίχ. 6, Ἀριστοφ. Ἱππ. 707, 1197, Ὄρν. 157 κ. ἀλλ.· παῖς ἐκ βαλλαντίου, τέκνον ὑποβολιμαῖον, ἀγοραστόν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) παρὰ μεταγ. συγγραφ., «πουγγί», δηλ. ποσὸν 250 δηναρίων, Ἐπιφάν.· (οὕτω καὶ μέχρι ἐσχάτων παρ’ ἡμῖν καὶ ἐν τῇ Ἀνατολῇ). – Συνήθως ἐγράφετο βαλάντιον δι’ ἁπλοῦ λ· ἀλλ’ ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ τοῦ Σιμων. τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ βαλλ-· καὶ τὸν τύπον τοῦτον πιστῶς παρέχει τὸ Ραβ. χφον τοῦ Ἀριστοφ.· ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 772, ἀληθῶς τοῦτο τὸ χειρόγραφον καὶ τὸ Ἑνετ. ἔχουσι τοῖς βαλαντιοτόμοις, καὶ πρὸς ἐπανόρθωσιν τοῦ μέτρου οἱ διορθωταὶ εἰσήγαγον τὸν τύπον βαλαντιητόμοις, ἀλλ’ ὁ Lachm. προέτεινε: τοῖσι βαλλαντιοτόμοις, ὅπερ ἤδη ἐγένετο δεκτόν, ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 14. ΙΙ. ἀκόντιον (ὥσπερ ἐκ τοῦ βάλλω), λογοπαίγνιον, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 98Β.
French (Bailly abrégé)
c. βαλάντιον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βαλάντιον Epich.84, Longus 3.27.4, Ach.Tat.3.21.2, Vit.Aesop.G 26, Ath.98d
1 bolsa gener. para el dinero, Epich.l.c., Com.Adesp.292.24Au., Ar.Eq.1197, Au.1107, Lys.1054, Pl.Smp.190e, Grg.508e, Thphr.Char.17.5, AP 5.159.3 (Ps.Simon.), Longus l.c., Ach.Tat.l.c., Vit.Aesop.l.c., Phld.Rh.1.354, LXX Ib.14.17, Pr.1.14, Eu.Luc.10.4, 12.33, PSI 1128.26 (III d.C.), PYoutie 84.5 (IV d.C.)
•de ahí dinero Ar.Eq.707, Au.157, παίδων ... ἐκ βαλλαντίου de los hijos sacados de la bolsa e.d. expósitos Telecl.44.
2 rel. c. βάλλω jabalina en juego de palabras atribuido a Dioniso de Siracusa, Ath.98d, cf. EM 185.55G., Et.Gud.103.33S, AB 734.
English (Abbott-Smith)
βαλλάντιον (Rec. βαλά-), -ου, ὁ, [in LXX: Jb 14:17 (צְרוֹר), Pr 1:14 (כִּיס), To 1:14 8:2, Si 18:33 א2*;]
a purse: Lk 10:4 12:33 22:35, 36.†