συλλογίζομαι
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
Med., aor.
A -ελογισάμην Pl.R.618d, al.; rarely -ελογίσθην ib.531d: pf. -λελόγισμαι (v. infr.):—compute, reckon up, τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Hdt.2.148; ἕτερα σ. πρὸς τὸ κεφάλαιον Lys.32.22; τὰς ἑορτὰς εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.Lg.799a; ταῦτα πάντα σ. Id.Chrm.160d; τὰ κατηγορημένα ἀπ' ἀρχῆς σ. recapitulate, D.19.177; τοὺς καιρούς, τὰς ὑποσχέσεις, ib.47; ἐκ τῶν εἰρημένων σ. καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον Arist.Metaph.1042a3; μανθάνειν καὶ σ. τί ἕκαστον Id.Po.1448b16; τὰς χρείας Plb.1.44.1; τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος Plu.Pomp. 60; σ. ὅτι . . Pl.Lg.670c. II conclude from premisses, infer, τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου Id.Grg.479c, al.; σ. τί συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων ib.498e; σ. περί τινος, ὅτι . . Id.R.516b; σ. περὶ [τῆς μήτρας], ὡς . . διαστελλομένης Gal.15.694; σ. ἐξ αὐτῶν ποῖός τις . . Pl. R.365a; σ. ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ἔπραττε D.18.172; τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου Epicur.Nat.14.4, cf. Phld.Rh.2.40S.: c. acc. et inf., -σάμενος τὸ ἄλειμμα οὐκ ἄξιον ἔσεσθαι Inscr.Prien.112.57 (i B.C.); τὴν νόσον ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἥξειν Sor.Vit.Hippocr.7; τὸ . . αἷμα μὴ σεσῆφθαι Gal. 18(2).108. 2 in the Logic of Aristotle, infer by way of syllogism, infer syllogistically, σ. τὸ A κατὰ τοῦ B, A of B, APr.40b30; τὸ . . ἄκρον τῷ μέσῳ σ. ib.68b16; τινὰ ἔκ τινων Rh.1357a8; σ. ὑπάρχειν τὸ Α τῷ B APo.79b30: pf. in pass. sense, οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται is not syllogistic, APr.42a39; συλλελογισμένα syllogistically concluded, opp. ἀσυλλόγιστα, Rh.1357a8. 3 συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῖν ἕως . .he had planned not to... Plb.14.4.4.
French (Bailly abrégé)
f. συλλογίσομαι, ao. συνελογισάμην, rar. συνελογίσθην, pf. συλλελόγισμαι;
assembler par la pensée, d’où
1 faire le compte de, acc.;
2 se rendre compte de, acc.;
3 faire un raisonnement, particul. conclure de prémisses, acc. ; Pass. être déduit selon un raisonnement régulier;
4 calculer, supposer, conjecturer : τι ἔκ τινος une ch. d’après une autre.
Étymologie: σύν, λογίζομαι.
English (Strong)
from σύν and λογίζομαι; to reckon together (with oneself), i.e. deliberate: reason with.
English (Thayer)
(imperfect συνελογιζομην Lachmann) 1st aorist συνελογισαμην;
a. to bring together accounts, reckon up, compute, (Herodotus and following).
b. to reckon with oneself, to reason (Plato, Demosthenes, Polybius, others): Luke 20:5.