ἄνιπτος

From LSJ
Revision as of 18:08, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνιπτος Medium diacritics: ἄνιπτος Low diacritics: άνιπτος Capitals: ΑΝΙΠΤΟΣ
Transliteration A: ániptos Transliteration B: aniptos Transliteration C: aniptos Beta Code: a)/niptos

English (LSJ)

ον,

   A unwashen, χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν (v.l. -ῃσιν) Διὶ λείβειν . . ἅξομαι Il.6.266, cf. Hes.Op.725, Ev.Matt.15.20: prov., ἀ. ποσί, i.e. unprepared, Luc.Pseudol.4.    2 not to be washed out, αἷμα A.Ag. 1459.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνιπτος: -ον, (νίζω) ἄνιπτος, χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν (ἄλλη γραφὴ -αισι) Διὶ λείβειν... ἅζομαι Ἰλ. Ζ. 266, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 723· «ἀνίπτοις ποσὶν ἀντὶ τοῦ ἀνετοίμως καὶ χωρίς τινος παρασκευῆς» (Σουΐδ.)· οὐδὲ ἀνίπτοις ποσὶ κατὰ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τόνδε τὸν λόγον ἀπηντήκαμεν Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποπλύνῃ, ἀνεξάλειπτος, αἷμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1459.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non lavé;
2 qui ne peut être lavé.
Étymologie: ἀ, νίπτω.

English (Autenrieth)

(νίπτω): unwashed, Il. 6.266†.

Spanish (DGE)

-ον
1 no lavado, sucio χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Il.6.266, Hes.Op.725, τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶν φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον Eu.Matt.15.20
fig. ἀνίπτοις ποσί con los pies sin lavar e.e. no preparado Luc.Pseudol.4, Rh.Pr.14.
2 que no puede ser lavado αἷμα A.A.1460.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of νίπτω; without ablution: unwashen.

English (Thayer)

ὄν (νίπτω to wash), unwashed: R L marginal reading in 5. (Homer, Iliad 6,266, etc.)