αἱρέομαι

Revision as of 19:49, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (Strong)

probably akin to αἴρω; to take for oneself, i.e. to prefer: choose. Some of the forms are borrowed from a cognate hellomai hel'-lom-ahee; which is otherwise obsolete.

Chinese

原文音譯:aƒršomai 害雷哦買

詞類次數:動詞(3)

原文字根:舉起 相當於: (בָּחוּר‎ / בָּחַר‎)

字義溯源:取為己有*,挑選,寧愛,揀選,選擇;或源自(αἴρω)=舉起)

同源字:1) (αἱρέομαι)取為己有,挑選 2) (αἵρεσις)選擇 3) (αἱρετίζω)揀選 4) (αἱρετικός)宗派分立論者 5) (ἀναίρεσις)殺死 6) (ἀναιρέω)拿起 7) (ἀφαιρέω)除去 8) (διαίρεσις)區別 9) (διαιρέω)分開 10) (ἐξαιρέω)撕開 11) (καθαιρέω)取下 12) (περιαιρέω)除去四圍一切 13) (προαιρέω)事前自擇

同義字:1) (αἱρέομαι)挑選 2) (αἱρετίζω)揀選 3) (ἀναδέχομαι)款待 4) (ἀπέχω)足有 5) (ἀποδέχομαι)接待 6) (ἀπολαμβάνω)受,得回來 7) (δέχομαι)領受 8) (εἰσδέχομαι)信任,收納 9) (ἐκλέγομαι)挑選 10) (ἐπιδέχομαι)容納 11) (ἐπιλέγω)挑選 12) (καθαιρέω)取下,拆毀 13) (κομίζω)供給 14) (λαμβάνω)拿,取 15) (μεταλαμβάνω)分享 16) (παραδέχομαι)接受 17) (παραλαμβάνω)帶到身邊 18) (προσδέχομαι)容納 19) (προσαναλαμβάνω / προσλαμβάνω)接受 20) (προχειρίζω)選定 21) (ὑποδέχομαι)接待 22) (ὑπολαμβάνω)從下面接上 23) (χειροτονέω)選立

出現次數:總共(3);腓(1);帖後(1);來(1)

譯字彙編

1) 他⋯揀選(1) 來11:25;

2) 揀選了(1) 帖後2:13;

3) 該選擇(1) 腓1:22