προσαναλαμβάνω
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
English (LSJ)
A take in or receive besides, ἐπὶ τὸ κατάστρωμα χιλίας βύρσας D.34.10; παρὰ τῶν συμμάχων σῖτον Plb.1.52.8, cf. PPetr.3p.227 (iii B.C.); π. ἐσθῆτας περιπορφύρους assume also, Plb.6.53.7:—Pass., πλειόνων προσαναλαμβανομένων, of a batch of new senators, Plu.Rom.13.
2 use besides, Thphr. HP 5.7.7.
II recall to strength, recruit, restore, τὴν δύναμιν ἐκ τῆς κακοπαθείας Plb.9.8.7; ἐκ τοῦ πλοῦ αὑτούς Id.21.42.6; τὸ στρατόπεδον D.S.17.16.
2 intr., recover, Plb.3.60.8.
German (Pape)
[Seite 749] (s. λαμβάνω), noch dazu nehmen, wieder nehmen, wieder bekommen; τὸν παρὰ τῶν συμμάχων σῖτον, Pol. 1, 72, 8; τόκον, Plut. de vit. aer. al. 7; – bes. seine Kräfte wieder bekommen, durch Ausruhen wieder zu Kräften kommen lassen, stärken, στρατόπεδον, das Heer sich wieder erholen lassen, D. Sic. 17, 16; τὴν δύναμιν ἐκ τῆς κακοπαθείας, Pol. 9, 8, 7; ἑαυτόν, sich erholen, 22, 25, 6; auch intrans., προσανειληφυίας ἤδη τῆς δυνάμεως, 3, 60, 8; Sp.
French (Bailly abrégé)
f. προσαναλήψομαι, ao.2 προσανέλαβον, etc.
admettre en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἀναλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αναλαμβάνω bovendien opnemen: pass.. πλειόνων προσαναλαμβομένων toen er meer mensen werden opgenomen Plut. Rom. 13.6.
Russian (Dvoretsky)
προσαναλαμβάνω:
1 сверх того принимать, еще брать (τι ἐπὶ τὸ κατάστρωμα Dem.): πλειόνων προσαναλαμβανομένων Plut. после того, как многие были приняты (в состав римского сената);
2 восстанавливать, давать роздых (τὴν δύναμιν Polyb.; στρατόπεδον Diod.): π. ἑαυτόν Polyb. отдохнуть;
3 приходить в себя, делать передышку: προσανειληφυίας τῆς δυνάμεως Polyb. когда войско отдохнуло.
Greek Monolingual
Α ἀναλαμβάνω
1. (το ενεργ
και το μέσ.) παίρνω ή δέχομαι κάτι επί πλέον
2. μεταχειρίζομαι κάτι επιπροσθέτως
3. ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από ανάπαυση («ἀριστοποιησάμενος καὶ προσαναλαβὼν τὴν δύναμιν ἐκ τῆς κακοπαθείας», Πολ.)
4. (αμτβ.) επανέρχομαι («προσανειληφυίας ἤδη τῆς δυνάμεως», Πολ.).
Greek Monotonic
προσαναλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι·
I. αναλαμβάνω επιπλέον, σε Δημ. — Παθ., πλειόνων προσαναλαμβανομένων εἰς τὴν σύγκλητον, λέγεται για την ομάδα των νέων συγκλητικών, σε Πλούτ.
II. ανακτώ δυνάμεις· αμτβ., επανακτώ, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω προσέτι, ἐπὶ τὸ κατάστρωμα χιλίας βύρσας Δημ. 910. 10· παρὰ τῶν συμμάχων σῖτον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυβ.· πρ. ἐσθῆτα περιπόρφυρον, λαμβάνω ὡσαύτως, ὁ αὐτ. 6. 53, 7. ― Παθ., πλειόνων προσαναλαμβανομένων εἰς τὴν σύγκλητον, ἐπὶ νέων συγκλητικῶν, Πλουτ. Ρωμύλ. 13. ΙΙ. ἀναλαμβάνω, ἀνακτῶμαι δυνάμεις δι’ ἀναπαύσεως, τὴν δύναμιν ἐκ κακοπαθείας Πολύβ. 9. 8, 7· ἐκ τοῦ πλοῦ αὑτοὺς 22. 25, 6· τὸ στρατόπεδον Διόδ. 17. 16· ― ὡσαύτως, 2) ἀμεταβ., ἀναλαμβάνω, Πολύβ. 3. 60, 8.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι
I. to take in besides, Dem.:—Pass., πλειόνων προσαναλαμβανομένων εἰς τὴν σύγκλητον, of a batch of new senators, Plut.
II. to recal to strength: intr. to recover, Polyb.
Chinese
原文音譯:proslamb£nw 普羅士-藍巴挪
詞類次數:動詞(14)
原文字根:向著-取得 相當於: (יָאַל)
字義溯源:接受,拿取,取食,取用,用了,拉著,接待,接近,歡迎,接來,接納,收納,招聚,分享,喫;由(πρός)=向著)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)。參讀 (αἱρέομαι)同義字
出現次數:總共(14);太(1);可(1);徒(6);羅(4);門(2)
譯字彙編:
1) 拉著(2) 太16:22; 可8:32;
2) 接納(1) 羅15:7;
3) 請接納他(1) 門1:12;
4) 就收納(1) 門1:17;
5) 你們要⋯接納(1) 羅15:7;
6) 他們就接⋯來(1) 徒18:26;
7) 已經收納(1) 羅14:3;
8) 你們要接納(1) 羅14:1;
9) 招聚了(1) 徒17:5;
10) 取食(1) 徒27:33;
11) 取用(1) 徒27:34;
12) 用了(1) 徒27:36;
13) 接待(1) 徒28:2