σιτομέτριον
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
German (Pape)
[Seite 886] τό, das zugemessene Getreide, Proviant, Fourage, dimensum, N. T.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. σιτόμετρον.
English (Thayer)
σιτομετριου, τό (Attic writers said τόν σῖτον μέτρειν; out of which later writers formed the compound σιτομέτρειν, Polybius 4,63, 10; Diodorus 19,50; Josephus, contra Apion 1,14, 7; σιτομετρία, Diodorus 2,41; (cf. Lob. ad Phryn., p. 383; Winer's Grammar, 25)), "a measured 'portion of' grain or 'food'": Luke 12:42. (Ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
και σιτόμετρον, τὸ, Α σιτομέτρης / -ία]
η σιτομετρία.