χωράφι

From LSJ
Revision as of 15:37, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source

Greek Monolingual

το / χωράφιον, ΝΜΑ
καλλιεργήσιμη γη μικρής έκτασης
νεοελλ.
1. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιταγρός
2. μτφ. (διαλ.) γυναίκα που κάνει πολλά παιδιά
3. στον πληθ. (τα) χωράφια
(διαλ. τ.) περιουσία («παντρεύτηκε μια με πολλά χωράφια»)
4. παροιμ. «κάλλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγγανα στ' αλώνι» — δηλώνει ότι με την έγκαιρη εξομάλυνση τών διαφορών αποφεύγονται σοβαρότερες διαμάχες
μσν.-αρχ.
βλάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. -άφι(ον), πρβλ. ξυρός: ξυρ-άφι(ον)].