διαφύσσω
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
aor. -ήφῠσα,
A draw continually, οἶνον διαφυσσόμενον Od. 16.110. II draw away, tear away, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι 19.450; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ' Il.13.508. III draw out, χίμετλα Nic.Th.682.
German (Pape)
[Seite 612] ίἀφύσσω), herausschöpfen; οἶνον διαφυσσόμενον Od. 16, 110; ίσῦς) πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι, riß ein großes Stück Fleisch heraus, 19, 450, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 1 διήφυσεν· ἐξήντλησεν, διέκοψεν; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 507.
Greek (Liddell-Scott)
διαφύσσω: μέλλ. -ξω, ἀόρ. -ήφῠσα·- ἀντλῶ συνεχῶς, οἶνον διαφυσσόμενον Ὀδ. Π. 110. ΙΙ. ἀποσπῶ, σπαράττω, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Τ. 450· διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 508, Ρ. 315.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. διήφυσε;
1 puiser sans cesse, jusqu’au bout;
2 enlever, arracher : πολλὸν σαρκὸς ὀδόντι OD un gros morceau de chair avec sa défense en parl. d’un sanglier.
Étymologie: διά, ἀφυσσω.
English (Autenrieth)
aor. διήφυσε: draw off entirely, consume; tear away (by ripping), πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι (σῦς), Od. 19.450. Cf. ἀφύσσω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. διήφῠσα Il.13.507 (tm.), 14.517 (tm.), Od.19.450, Nic.Th.682, Nonn.D.14.381]
1 sacar a través, sacar διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ' Il.13.507, 14.517, cf. Nonn.l.c., πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Od.19.450.
2 sacar hasta el fin, agotar en v. pas. (ὁράασθαι) οἶνον διαφυσσόμενον Od.16.110
•eliminar, quitar ὀλοφυδνὰ ... χίμετλα Nic.l.c.