διατρώγω
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
fut.
A -τρώξομαι Ar.V.164: aor. -έτρᾰγον ib.367:—gnaw through, τὸ δίκτυον Il.cc., cf. Com.Adesp.757; τὰς νευράς Arist. Rh.1401b16; keep munching, Pl.Com.173.10:—Pass., Hp.Mul.1.107. 2 c. gen. rei, eat of, Ael.VH1.10.
German (Pape)
[Seite 608] (s. τρώγω), durchnagen; διατρώξομαι τὸ δίκτυον Ar. Fesp. 164; διατραγεῖν 368, u. öfter; τῆς βοτάνης, daran fressen, Ael. V. H. 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
διατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων κατακόπτω ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ δίκτυον Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) μετὰ γεν. πράγμ., τρώγω ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.
French (Bailly abrégé)
f. διατρώξομαι, ao.2 διέτραγον;
ronger, acc..
Étymologie: διά, τρώγω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. διέτρᾰγον Ar.V.367]
1 mordisquear, mascar c. ac. βολβοὺς ... ὡς πλείστους διάτρωγε (prob. sent. obs.), Pl.Com.189.10, σχῖνον Com.Adesp.429, cf. Arist.Pr.931a8, MM 1202a21, c. gen. αἱ δὲ (αἶγες) ... τῆς δικτάμνου βοτάνης διέτραγον Ael.VH 1.10
•cortar de un mordisco τὴν γλῶτταν αὑτοῦ διατραγών Plu.2.1126e
•roer τὸ δίκτυον Ar.V.164, l.c., τὰς νευράς de los ratones, Arist.Rh.1401b16, cf. Bio Bor.31
•en v. pas. ser premasticado, molido ἐπειδὰν μαλθακοὶ ὦσι διατρωγόμενοι de grano, legumbres secas, Hp.Mul.1.107.
2 fig. tragar, esquilmar con impuestos τὴν ἐπαρχίαν Lyd.Mag.3.61.