ψευδαμάμαξυς
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
[ᾰμ], υος, ὁ,
A bastard vine, Ar.V.326 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1393] ὁ, die falsche Baumrebe, Ar. Vesp. 326.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδᾰμάμαξῠς: -υος, ὁ, ψευδὴς ἀναδενδρὰς, οὐχὶ γνησία ἄμπελος, Ἀριστοφ. Σφ. 326.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ) :
fausse vigne, càd menteur, charlatan.
Étymologie: ψευδής, ἁμάμαξυς.
Par. ψευδατράφαξυς.