ὠμοβόειος

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοβόειος Medium diacritics: ὠμοβόειος Low diacritics: ωμοβόειος Capitals: ΩΜΟΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: ōmobóeios Transliteration B: ōmoboeios Transliteration C: omovoeios Beta Code: w)mobo/eios

English (LSJ)

α, ον, Ion. ὠμο-βόεος, or ὠμο-βόϊνος,

   A of raw, untanned ox-hide, ἀσπίδας ὠμοβοΐνας Hdt.7.76,79; γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (v.l. -βόϊνα) X.An.4.7.22; δερμάτων ὠμοβοείων (v.l. βοΐνων) ib.26; σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις ib.7.3.32 codd.:—ἡ ὠμοβοέη (sc. δορά), a raw ox-hide (cf. λεοντέη, etc.), Hdt.3.9, 4.65: in later writers usu. in form ὠμο-βόϊνος, Str.15.1.42, D.S.3.8, etc.: acc. pl. ὠμοβοεῖς in AP6.21.4 is formed by a false analogy, as if fr. ὠμοβοεύς.    II ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον... καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα . . having set before me a slice of raw beef, and mixed me three cups yet more raw than beef, AP11.137 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοβόειος: -α, -ον, Ἰων. -βόεος, ἢ ὠμοβόϊνος, ἐξ ὠμοῦ δηλ. ἀκατεργάστου δέρματος βοοὸς πεποιημένος, ῥαψάμενος τῶν ὠμοβοέων Ἡρόδ. 3. 9· ἀσπίδας ὠμοβοΐνας, (ἓν Ἀντίγρ. ἔχει -βοείας) ὁ αὐτ. 7. 76, 79· γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (διαφ. γραφ. -βόϊνα) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22· δερμάτων ὠμοβοΐνων (διάφ. γραφ. -βοείων) αὐτόθι 26 σάλπιγξιν ὠμοβοΐνας αὐτόθι 7. 3, 16· ― ἡ ὠμοβοέη (ἐξυπακ. δορὰ), ἀκατέργαστον δέρμα βοὸς (πρβλ. λεοντέη, κλπ.), Ἡρόδ. 3. 9, 4. 65. (Παρὰ τοὶς μεταγενεστέροις ἐπεκράτησεν ὁ τύπος -βόϊνος, οἷον παρὰ Στράβ. 704, Διοδ. 3. 8, κλπ.· ἡ αἰτ. πληθ. ὠμοβοεῖς ἐν Ἀνθ. Παλατ. 6. 21, ἐσχηματίσθη κατὰ πλημμελῆ ὥσπερ ἐξ ὀνομ. ὠμοβοεύς.) ΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 137, ὑπάρχει ἀστεία χρῆσις, ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον, Ἡλιόδωρε, καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα, εὐθὺ κατακλύζεις ἐπιγράμμασιν, ἀφ’ οὗ μοὶ παρέθηκας τεμάχιον ὠμοῦ βοείου κρέατος καὶ μοὶ ἐκεράσας τρία ποτήρια ὠμότερα τοῦ κρέατος, εὐθὺς κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de cuir de bœuf non tanné.
Étymologie: ὠμός, βοῦς.