ἰσοδαίτης

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοδαίτης Medium diacritics: ἰσοδαίτης Low diacritics: ισοδαίτης Capitals: ΙΣΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: isodaítēs Transliteration B: isodaitēs Transliteration C: isodaitis Beta Code: i)sodai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ (δαίω)

   A dividing equally, giving to all alike, epith. of Dionysus and Pluto, Plu.2.389a, Luc.Ep.Sat.32; of Pluto, Hsch. (ἰσοδέτης cod.).    II Subst., name of a δαίμων, Hyp.Fr.177.

German (Pape)

[Seite 1264] ὁ, gleich vertheilend, der seine Gaben an Alle gleich vertheilt; Dionysus, Plut. de ει ap. Delph. 9; Helios, B. A. 297, 13; Pluto, Hesych.; nach Harpocr. ξενικός τις δαίμων, ᾡ τὰ δημώδη γύναια ἐτέλει, vgl. Lob. Aglaoph. p. 621. – Der Vorsitzer beim Mahle, der gleiche Portionen macht, Luc. Ep. Saturn. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω), ὁ δίδων ἢ μοιράζων εἰς πάντας ἐξ ἴσου, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου καὶ Πλούτωνος, Πλούτ. 2. 389Α, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.· ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 622. ― Κατὰ τὸ Ρητορικ. Λεξ. σ. 267. 3 : «ἰσοδταίης Θεός, ὁ ἥλιος (δηλ. ὁ Ἀπόλλων) ὁ τὸν ἴσον ἑκάστῳ θάνατον διανέμων». ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μερίζων ἢ μοιράζων τὸ κρέας εἰς τὴν τράπεζαν, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 32, 36.

French (Bailly abrégé)

ου;
1 qui distribue à tous également;
2 écuyer tranchant.
Étymologie: ἴσος, δαίω.