καθαρμός
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
ὁ, (καθαίρω)
A cleansing, purification, from guilt, νίψαι καθαρμῷ τήνδε τὴν στέγην S.OT1228: hence, purificatory offering, atonement, expiation, καθαρμὸν τῆς χώρης ποιέεσθαί τινα Hdt.7.197: freq. in pl., μύσος ἐλαύνειν καθαρμοῖς A.Ch.968 (lyr., dub. l.), cf. Th. 738, Eu.277, 283, Berl.Sitzb.1927.156 (Cyrene): sg., S.OT99; θοῦ νῦν καθαρμὸν δαιμόνων make an offering to avert their wrath, Id.OC466; καθαρμὸν θύειν E.IT1332; λύσεις τε καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων Pl.R. 364e; ὁ περὶ τὴν διάνοιαν κ. Id.Sph.227c; κ. ποιεῖσθαι τῆς δυνάμεως, Lat. lustrare exercitum, Plb.21.41.9, Plu.Caes.43; of the Roman lustrum, D.H.4.22; κ. ὅπλων, σάλπιγγος,= Lat. armilustrium, tubilustrium, Lyd.Mens.4.34,60. 2 purificatory rite of initiation into mysteries, Pl.Phd.69c, Phdr.244e; ἀνιστὰς ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ D.18.259, cf. Plu.2.47a: hence in pl., as title of poem by Empedocles, Ath.14.620d; by Epimenides, Suid. s.h.v. 3 purgation by ordeal, PMag.Lond.46.180,196. II purging, evacuation, discharge, Arist.HA587b1, Plu.2.134d. 2 metaph., purge, clearance of unhealthy animals, Pl.Lg.735b. III = κάθαρμα 1.2, Plu. 2.518b.
German (Pape)
[Seite 1281] ὁ, das Reinigen, die Reinigung, bec. von Schuld u. Verbrechen, Sühnung, auch Sühnopfer u. alle zu feierlichen Entsühnungen nöthigen Gebräuche; ὅταν ἀφ' ἑστίας μύσος πᾶν ἐλάσῃ καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962, vgl. 1005; καθαρμοῖς ἠλάθη χοιροκτόνοις Eum. 273; Spt. 720; Soph. O. R. 99. 1228; θ οῦ νῦν καθαρμὸν τῶνδε δαιμόνων, versöhne sie, O. C. 467; καθαρμὸν θύειν Eur. I. T. 1332, vgl. Bacch. 77; καθαρμὸν τῆς χώρης ποιεῖσθαί τινα, Einen als Sühnopfer für ein Land schlachten, Her. 7, 197; λύσεις καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων Plat. Rep. II, 364 e; καθαρμῶν τε καὶ τελετῶν τυχοῦσα Phaedr. 244 e; bes. hieß der unterste Grad der eleusinischen Weihen so, Phaed. 69 c. – Auch von der Reinigung der Frauen, Arist. H. A. 7, 10, vom Purgiren, Plut. san. tu. 134 d.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθαρμός: ὁ (καθαίρω) καθαρισμός, ἁγνισμὸς ἀπὸ ἐνοχῆς, νίψαι καθαρμῷ τήνδε τὴν στέγην Σοφ. Ο. Τ. 1228: - ἐντεῦθεν, μέσον καθαρισμοῦ, ἁγνιστικὴ θυσία, ἱλαστήριος θυσία, καθαρμὸν τῆς χώρας ποιεῖσθαί τινα, θύειν τινὰ πρὸς καθαρισμὸν τῆς πόλεως, Ἡρόδ. 7. 197· μύσος ἐλαύνειν καθαρμοῖς, ὡς τὸ ἄγος ελαύνειν, Αἰσχύλ. Χο. 968, πρβλ. Θήβ. 738, Εὐμ. 277, 283, Σοφ. Ο. Τ. 99· θοῦ νῦν καθαρμὸν δαιμόνων, ἀπόστρεψον τὴν ὀργὴν αὐτῶν διὰ τῶν καθαρμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 466· καθαρμὸν θύειν, προσφέρειν ἁγνιστικὴν θυσίαν, Εὐρ. Ι. Τ. 1352· λύσεις τε καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων, ἀπὸ ἐγκλημάτων, Πλάτ. Πολ. 364Ε· ὁ περὶ τὴν διάνοιαν καθ. ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227C· καθαρμὸν ποιεῖσθαι τῆς δυνάμεως, Λατ. lustrare exercitum, Πολύβ. 22. 24, 9, πλουτ. Καῖσ. 43. 2) λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν τελετῶν τῆς μυήσεως· πιθανῶς ἐπὶ τῶν κατωτάτου βαθμοῦ, Πλάτ. Φαίδ. 69C (ἔνθα ἴδε τὸν Stallb.), Φαῖδρ. 244Ε· ἀνιστὰς ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ Δημ. 313. 18, πρβλ. Πλούτ. 2. 47Α. 3) καθαρμοί, ᾡδαὶ ἁγνισμῶν ὑπὸ Ἐμπεδοκλέους, Ἐπιμενίδου κλ., Ἀθήν. 620D· ἴδε Grote Ἑλλην. Ἱστ. 1. σ. 87. ΙΙ. καθαρισμός, ἀποκάθαρσις, ἔκκρισις, κένωσις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 6, (πρβλ. π.Ζ. Γεν. 2. 4, 11), Πλούτ. 2. 134D. ΙΙΙ. = κάθαρμα ΙΙΙ, Πλούτ. 2. 518Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 purification au sens mor. ; particul. purification religieuse ; purification au moyen d’un sacrifice expiatoire ; καθαρμὸν τίθεσθαι SOPH, θύειν EUR accomplir un sacrifice expiatoire ; καθαρμὸν τῆς χώρης ποιεῖσθαί τινα HDT sacrifier qqn comme victime expiatoire pour le pays ; à Rome καθαρμὸν ποιεῖσθαι τῆς δυνάμεως PLUT traduct. du lat. « lustrare exercitum »;
2 le premier degré d’initiation aux mystères d’Éleusis.
Étymologie: καθαίρω.