καταστύφω
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
[ῡ],
A astringe: metaph. in Pass., of a person, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Men.Rh.p.389S.; τὸ κατεστ. sourness, harshness, Plu.Cat.Mi.46.
German (Pape)
[Seite 1383] herb machen; pass. übertr., τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον, das herbe, finstere Wesen, Plut. Cat. min. 46.
Greek (Liddell-Scott)
καταστύφω: ῠ, κάμνω τι στυφὸν ἢ ὄξινον, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Walz Ρήτ. 9. 248· τὸ κατεστυμμένον, αὐστηρότης, τὸ στυφόν· τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον ὁρῶντες Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 46· καταπυκνῶ, διὸ ὁ Ἡσύχ. «κατέστυγεν, ἐσάρκωσεν».
French (Bailly abrégé)
rendre dur, âpre : τὸ κατεστυμμένον PLUT caractère rude.
Étymologie: κατά, στύφω.