Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιγκλίς

From LSJ
Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιγκλίς Medium diacritics: κιγκλίς Low diacritics: κιγκλίς Capitals: ΚΙΓΚΛΙΣ
Transliteration A: kinklís Transliteration B: kinklis Transliteration C: kigklis Beta Code: kigkli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, mostly in pl. κιγκλίδες,

   A latticed gates in the δικαστήριον or βουλευτήριον, by which the δικασταί or βουλευταί were admitted to pass through the δρύφακτοι or bar, Ar.Eq.641, V.124: metaph., ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος requiring the practice of the bar and the assembly, Plu.2.975c: sg., Lib.Or.12.38; ἐντὸς τῆς κ. διατρίβειν live in court, Luc.Merc.Cond.21; αἱ διαλεκτικαὶ κ. logical quibbles, behind which one ensconces oneself, Jul.Caes. 330c.    2 any latticed gates, IG22.1668.65 (sg.), 3.162 pl.).    II later, = δρύφακτοι, Plu.Caes.68: sg., Id.Galb.14.    III prob. = Lat. fidiculae, an instrument of torture, Id.Luc.20.

German (Pape)

[Seite 1436] ίδος, ἡ, Gitter, Umgitterung, Einschluß, cancelli; τὸν νεκρὸν εἰς μέσον ἑλκύσαντες καὶ περιβαλόντες κιγκλίδα Plut. Galb. 14; vom Gefängniß, Luc. 20; bes. in Athen die Schranken um die Rathsversammlung, Ar. Vesp. 124 Equ. 641; ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατράβων, zu einen Hause gehörend, Luc. merc. cond. 21; – auch κιγκλίδες διαλεκτικαί, dialectische Spitzfindigkeiten, hinter denen man sich wie hinter einem Gitter versteckt, vgl. Hemsterh. zu Poll. 8, 124; ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος Plut. de sol. anim. 23.

Greek (Liddell-Scott)

κιγκλίς: -ίδος, ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιγκλίδες, ἡ κιγκλιδωτὴ πύλη τοῦ δικαστηρίου ἢ τοῦ βουλευτηρίου, δι’ ἧς οἱ δικασταὶ ἢ βουλευταὶ εἰσήρχοντο ὅπως διέλθωσι διὰ τῶν δρυφάκτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 641, Σφ. 124· μεταφ., ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα, ἔχουσα χρείαν τῆς ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἢ τῷ βουλευτηρίῳ ἀσκήσεως, Πλούτ. 2. 975C· ἐπὶ εἱρκτῆς, σχοινισμοὶ καὶ κιγκλίδες ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 20, δεσμεύσεις καὶ καθείρξεις, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβειν, διαμένειν ἐντὸς τοῦ δικαστηρίου, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 21· ― μεταφ., αἱ διαλεκτικαὶ κιγκλίδες, λογικὰ σοφίσματα ὄπισθεν τῶν ὁποίων ὀχυροῦταί τις, Ἰουλιαν. 330C, πρβλ. Πλούτ. 2. 975C. 2) κιγκλιδωτὴ πύλη, Συλλ. Ἐπιγρ. 481. ΙΙ. μεταγεν., = δρύφακτοι, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 68· καὶ ἐν τῷ ἑνικ., ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 14.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
grille, barreaux :
1 à Athènes, porte à deux battants par laquelle entraient les juges;
2 enceinte d’un tribunal, cour;
3 barre, grillage en gén. ; fig. ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβειν LUC vivre renfermé.
Étymologie: cf. κλείω.