ἀπαναγκάζω
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
A force away, τι ἀπό τινος Hp.Art.2; opp. προσαναγκάζω, ib. 14; simply, = ἀναγκάζω, ib.58, cf. Str.2.1.31, PFay.122.18 (100 A.D.):—freq. as f.l. for ἐπαν- as Plb.4.46.6, 5.24.1, Them.Or. 33.367a.
German (Pape)
[Seite 277] zwingen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἐπαναγκάζω, ὑποτείνας τοὺς δακτύλους, ἀπαναγκάζοι ἀπὸ τῶν πλευρέων κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· ἐν τῇ ἐκδόσει του Κühn ὑπάρχει τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα ἀναγκάζοι, ἴδε ἔκδ. Λιττρ. τ. 4. σ. 82· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προσαναγκάζω, αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν αὐτ. 792: ― συχν. ὡς ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπαναγκάζω.
Spanish (DGE)
1 forzar a apartarse un hueso ἀπὸ τῶν πλευρέων Hp.Art.2, del brazo αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν pues los vendajes no le fuerzan ni a aproximarse ni a apartarse Hp.Art.14.
2 en v. med. verse forzado (σκέλος) συνυπουργέον γὰρ ἐκείνῳ ... ἀπαναγκάζεται εἶναι (la pierna sana) se ve obligada a ayudar a la otra Hp.Art.58
•resultar forzoso οὐδε γὰρ ὑπὸ μεγέθους ἀπηναγκάσθαι λέγοι ἄν no se podría decir que resulta forzoso por causa de las dimensiones Str.2.1.31
•de donde en v. act. obligar a c. inf. ἀποτῖσαι PFay.122.18 (I d.C.), βαδίσαι E.Ep.5.28.