Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βάμμα

From LSJ
Revision as of 12:20, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάμμα Medium diacritics: βάμμα Low diacritics: βάμμα Capitals: ΒΑΜΜΑ
Transliteration A: bámma Transliteration B: bamma Transliteration C: vamma Beta Code: ba/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (βάπτω)

   A that in which a thing is dipped, dye, Pl.Lg. 956a; βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, v. βάπτω 1.2: in pl., διάφορα β. POxy.914.7 (v A. D.); β. λευκώματος a whitish tinge, Arist.Phgn. 813a28.    II sauce, Nic.Th.622, cf. Hsch. s.v. βάμβα.    III = ὄα, AB362.

German (Pape)

[Seite 431] τό, Alles, worin etwas eingetaucht wird, bes. Farbe, Plat. Legg. XII, 956 a; Brühe, Nic. Th. 622 u. öfter; βάμμα.Σαρδιανικόν, sardinische Purpurfärberei, kom. von einem blutig Geschlagenen, Prügelsuppe, Ar. Ach. 112.

Greek (Liddell-Scott)

βάμμα: τὸ, (βάπτω) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, βαφή, χρῶμα, Πλάτ. Νόμ. 956Α · βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε βάπτω 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ βαφή, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. ἔμβαμμα (σάλτσα), καρύκευμα, Νίκ. Θ. 622, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
teinture.
Étymologie: βάπτω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1tintura, tinte βάμματα δὲ μὴ προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα Pl.Lg.956a, διάφορα βάμματα POxy.914.7 (V d.C.), cf. PMich.160.7, 13 (IV/V d.C.), β. Σαρδιανικόν tinte de Sardes de color rojo, ref. a la sangre, Ar.Ach.112, Pax 1174, β. Κυζικηνικόν tinte de Cízico de color amarillo, ref. a los excrementos, Ar.Pax 1176
color que da el tinte βάμμα λευκώματος tinte blanquecino Arist.Phgn.813a28
de tejidos σκῦλα βαμμάτων Σισαρα telas de colores como botín para Sísara LXX Id.5.30, ἐπ' ἀμφιέσμασιν καὶ βάμμασιν Fauorin.de Ex.18.18, τὰ βάμματα telas teñidas D.Chr.77/78.4, Hsch.
2 en pintura pigmento οἱ γραφεῖς ἀνθηρὰ χρώματα καὶ βάμματα μιγνύουσιν Plu.2.54e.
II vinagre εἰ δὲ σύ γε τρίψας ὀλίγῳ ἐν βάμματι κάμπην Nic.Th.87, cf. 622, ἐν βάμματι τήξας Nic.Al.369, de una mezcla de miel y vinagre ἐν βάμματι σίμβλων Nic.Al.49.
III bot. sorbo, Sorbus domestica, AB 362.