κόθουρος

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek (Liddell-Scott)

κόθουρος: -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, κολοβός, ἄνευ οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων κέντρον Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. κόλουρος. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, ὥστελέξις φαίνεται σύνθετος ἐκ τῶν κοθώ, οὐρά.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue écourtée (ép. du faux bourdon).
Étymologie: κοθώ, cf. κορθώ, skr. krdhú- « écourté », et οὐρά.
Par. κόλουρος.