μεθάλλομαι
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
used by Hom. only in Ep. aor. part. μετάλμενος:—
A leap, rush upon, of warriors, οὔτασε . . μετάλμενος ὀξέϊ δουρί Il.5.336; οὔτασε δουρὶ μ. 14.443; Τρώεσσι μ. ἐν φόβον ὦρσε 13.362; of a lion, ἥρπαξε μ. 12.305, cf. Hld.10.30. 2 rush after, in a race, οὐκ ἔσθ' ὅς κέ σ' ἕλησι μ. Il.23.345. II leap from one ship to another in a sea-fight, ἐς ἀλλήλους App.BC5.120; spring from side to side, hither and thither, τᾷ καὶ τᾷ τὸν Ἔρωτα μετάλμενον Bion Fr.10.6, cf. Hld.6.14, Them.Or.22.269c.
German (Pape)
[Seite 111] (s. ἅλλομαι), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. μετάλμενος. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14.
Greek (Liddell-Scott)
μεθάλλομαι: ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. μετάλμενος· - ἐφάλλομαι, ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς πλοῖον, Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.
French (Bailly abrégé)
f. μεθαλοῦμαι ; part. ao. syncopé μετάλμενος, ion. p. *μεθάλμενος;
1 sauter, càd s’élancer à la suite de;
2 s’élancer sur ou contre : τινί sur qqn.
Étymologie: μετά, ἅλλομαι.
English (Autenrieth)
only aor. part., μετάλμενος, springing after or upon a person or thing, overtaking. (Il.)