προσάνειμι
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo) go up to, Th.7.44, D.C.56.13; προσανιοῦσα πόλις a city lying on an ascent, Poll.9.20.
German (Pape)
[Seite 750] (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.
Greek (Liddell-Scott)
προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀνέρχομαι πρός..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα πόλις, προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20.