ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: προορισμός | Medium diacritics: προορισμός | Low diacritics: προορισμός | Capitals: ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: proorismós | Transliteration B: proorismos | Transliteration C: proorismos | Beta Code: proorismo/s |
ὁ,
A early determination, Hp.Praec.3.
[Seite 738] ὁ, vorhergegangene Begränzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett.
προορισμός: ὁ, πρότερος ὁρισμός, Ἱππ. 26. 31· οὕτω, προόρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. οὔρους· ― προόρῐσις, εως, ἡ, Ἐκκλ.