σέσελις

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέσελις Medium diacritics: σέσελις Low diacritics: σέσελις Capitals: ΣΕΣΕΛΙΣ
Transliteration A: séselis Transliteration B: seselis Transliteration C: seselis Beta Code: se/selis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hartwort, Tordylium officinale, Arist.HA611a18, Plu.2.383e:—also σέσελι, τό, Hp.Acut.23, Alex.127.8, Thphr.HP 9.15.5; σ. κρητικόν Dsc.3.54; other kinds, σ. μασσαλιωτικόν Massilian hartwort, Seseli tortuosum, ib.53; σ. αἰθιοπικόν hare's ear, Bupleurum fruticosum, ibid.; σ. ἐν Πελοποννήσῳ golden cow-parsnip, Malabaila aurea, ibid.; σ. Κύπριον,= κίκι, Id.4.161.

German (Pape)

[Seite 872] ein Pflanzengeschlecht, Arist. H. A. 9, 5, sonst σίλι, σιλικύπριον, auch κῖκι genannt.

Greek (Liddell-Scott)

σέσελις: -εως, ἡ, θάμνος τις τοῦ αὐτοῦ εἴδους καὶ κρότων ἢ σίλι (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - ὡσαύτως σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
plante de l’espèce du ricin.
Étymologie: DELG mot égyptien.