Σίσυφος

From LSJ
Revision as of 14:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σίσῠφος Medium diacritics: Σίσυφος Low diacritics: Σίσυφος Capitals: ΣΙΣΥΦΟΣ
Transliteration A: Sísyphos Transliteration B: Sisyphos Transliteration C: Sisyfos Beta Code: *si/sufos

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, Sisyphus, Il.6.153, Od.11.593: prov.,

   A πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου Thgn.702; μηχαναὶ Σισύφου Ar.Ach.391; nickname of the Spartan Dercyllidas, X.HG3.1.8:—Adj. Σῑσύφειος, α, ον, E.Med. 405, etc.; Σισυφία χθών, i.e. Corinth, Epigr. ap. Paus.5.2.5; Σισυφὶς ἀκτή, αἶα, Theoc.22.158, AP7.354 (Gaet.); Σισύφειον, τό, temple of S., D.S.20.103, Str.8.6.21.

Greek (Liddell-Scott)

Σίσῠφος: [ῑ], -ου, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῆς Κορίνθου φημιζόμενος ὡς ὁ πανουργότατος τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ζ. 153· βασανιζόμενος ἐν τῷ ᾍδῃ κάτω, Ὀδ. Λ. 593· παροιμ., πλείονα δ’ εἰδείης Σισύφου Θέογν. 702· Σισύφου μηχαναὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Σπαρτιάτου Δερκυλίδα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 8· ἐπίθετ. Σισύφειος, α, ον, Εὐρ., κλπ.· ὡσαύτως Σισυφία χθών, ἡ Κόρινθος, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 5. 2, 5· ἢ Σισυφὶς ἀκτή, αἶα Θεόκρ. 22. 158, Ἀνθ. Π. 7. 354· - Σισύφειον, τό, τὸ ἱερὸν τοῦ Σισύφου, Διόδ. 20. 103, Στράβ. 379. (Πιθαν. μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ σοφὸς (μετὰ τοῦ Αἰολ. υ ἀντὶ ο), ὁ Σοφὸς ἢ Πανοῦργος· ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει: «σέσυφος· πανοῦργος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Sisyphe, fils d’Éole, roi de Corinthe, renommé pour sa fourberie.
Étymologie: par redoublement de σοφός avec υ éol. pour ο.

English (Autenrieth)

(redup. from σοφός): Sisyphus, son of Aeolus, father of Glaucus, and founder of Ephyra (Corinth), renowned for craft and wiles, Il. 6.153 ff. He was punished in Hades by rolling the ‘resulting’ stone up-hill, Od. 11.593.

English (Slater)

Σῑςῠφος son of Aiolos; king of Korinth, founder by one account of the Isthmian games.
   1 Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν (O. 13.52) Αἰολίδαν δὲ Σίσυφον κέλοντο (sc. αἱ Νηρείδες) ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (sc. ἄγειν τὰ Ἴσθμια) fr. 5.