σικύα

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐκύα Medium diacritics: σικύα Low diacritics: σικύα Capitals: ΣΙΚΥΑ
Transliteration A: sikýa Transliteration B: sikya Transliteration C: sikya Beta Code: siku/a

English (LSJ)

[ῠ], Ion. σῐκ-ύη, ἡ,

   A bottle-gourd, bottle gourd, Lagenaria vulgaris, Arist.HA 616a22, Thphr.HP1.13.3, CP1.10.4.

   B round gourd, Cucurbita maxima.    2 σικύα Ἰνδική,= κολοκύντη, Euthyd. ap. Ath.2.58f, cf. Menodor.ib.59a: but ς. distd. fr. κολοκύντη in Hellespontian dialect, Ath.2.59a.    3 = κολοκυνθίς, Hp.Mul.1.37; σ. πικρά Dsc.4.176.    4 gourd used as a calabash, Sammelb. 7202.20 (iii B.C.).    II cupping-instrument, because it was shaped like the gourd, Crates Com.41, Hp.VM22, Aph.5.50, Pl.Ti.79e, Arist.Rh.1405b3, IG22.47.8,11.

German (Pape)

[Seite 880] ἡ, ion. σικύη, = πέπων, 1) die Pfebe od. Angurie, eine gurken- od. melonenähnliche Frucht, Plat. Tim. 79 e, die aber nur reif genossen ward, während man den σίκυος unreif verspeis'te; bes. eine baumhohe Art, Theophr. u. A. – Bei den Sp. der lange indische Kürbis; der runde hieß κολόκυνθα, Ath. II, 58 f. – 2) der Schröpfkopf, weil er von der Gestalt des länglichen Kürbisses war, cucurbita; Hippocr. Ar. Lys.

Greek (Liddell-Scott)

σῐκύα: Ἰωνικ. -ύη, ἡ, καρπός τις ὅμοιος τῷ ἀγγουρίῳ (πρβλ. σίκυος). ἀλλὰ δὲν ἐτρώγετο εἰ μὴ ὥριμος, ἴσως = πέπων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2,· Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθην. 68F· τὸ δὲ φυτὸν ηὐξάνετο εἰς τὸ ὕψος δένδρου, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 4. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἑλλησποντίων, ἡ μακρὰ κολοκύνθη ἢ «δολμᾶς» (ἡ συνήθης ἐκαλεῖτο ἁπλῶς κολοκύνθη), Ἀθήν. 58F κἑξ., πρβλ. Schneid. εἰς Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· - παρ’ Ἀττ. κολοκύντη ἦτο τὸ ὄνομα τοῦ γένους. 3) = κολοκυνθίς, ἡ, Ἱππ. 605. 46· ὡσαύτως σικυώνη. ΙΙ. «βεντοῦζα», ὑάλινον δοχεῖον πρὸς ἀφαίρεσιν αἵματος, ἔχον τὸ σχῆμα κολοκύνθης, cucurbita, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Ἀφ. 1255, Ἀριστοφ. Ρητορ. 3. 2, 12· πρβλ. κύαθος ΙΙΙ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fruit de l’espèce des cucurbitacées;
2 sorte de coupe à boire allongée.
Étymologie: cf. σίκυος.