στασιώδης
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ες,
A factious, seditious, Arist.Pr.956b29; τὸ κινητικὸν καὶ σ. τῆς δυνάμεως Plb.1.9.6; οἱ -έστατοι τῶν δημοτικῶν D.H.8.15. Adv. -δῶς, ἔχειν Paraphr.Lyc.128. 2 quarrelsome, X.Mem.2.6.4; πρὸς τοὺς γονεῖς Cat.Cod.Astr.2.187.
German (Pape)
[Seite 930] ες, aufrührerisch; Xen. Mem. 2, 6, 4; Pol. 1, 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιώδης: -ες, (εἶδος) στασιαστικός, Ἀριστ. Προβλ. 30. 11, 3· τὸ κινητικὸν καὶ στ. Πολύβ. 9, 6. - Ἐπίρρ. στασιωδῶς ἔχειν Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 128. 2) ἐριστικός, φιλοτάραχος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 séditieux, factieux;
2 querelleur.
Étymologie: στάσις, -ωδης.