στρευγεδών
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A distress, suffering, Nic.Al.313.
German (Pape)
[Seite 953] όνος, ἡ, Bedrängniß, Qual, Nic. Al. 313.
Greek (Liddell-Scott)
στρευγεδών: -όνος, ἡ, θλῖψις, πάθημα, στενοχωρία, Νικ. Ἀλεξιφ. 313.