συγκαίω

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαίω Medium diacritics: συγκαίω Low diacritics: συγκαίω Capitals: ΣΥΓΚΑΙΩ
Transliteration A: synkaíō Transliteration B: synkaiō Transliteration C: sygkaio Beta Code: sugkai/w

English (LSJ)

Att. συγκάω [ᾱ],

   A set on fire with or at once, burn up, Pl.Ti. 22c:—Pass., to be burnt up, calcined, ib.49c, PCair.Zen.129.17 (iii B.C.), etc.; also of the effect of intense cold, D.L.2.118.    2 overheat, inflame, [ὁ οἶνος] σ. τὰς φλέβας Hp.Aër.9; ταῦτα σ. τὴν κοιλίην Id.VM10, cf. Gal.15.559:—Pass., τὸ συγκεκαυμένον Prodic.4; κοιλίη συνεκαύθη Hp.Epid.1.26.δ:—intr. in Act., κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί liable to inflame, Id.Aër.7.

German (Pape)

[Seite 963] att. -κάω (s. καίω), mit od. zugleich in Brand setzen, anzünden; κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί, zur Entzündung geneigt, Hippocr.; τὰ ἐπὶ γῆς ξυνέκαυσε, Plat. Tim.. 22 c. – Pass. mit in Brand gerathen, brennen, συγκαυθέντα ἀέρα, 49 e.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαίω: Ἀττ. -κάω [ᾱ], μέλλ. -καύσω. Καίω ἢ θερμαίνω μετά τινος ἢ ἀμέσως. Λατ. comburere, Πλάτ. Τίμ. 22C· ὁ οἶνος σ. τὰς φλέβας Ἱππ. 286. 45. -Παθ., κατακαίομαι, εἰς τέφραν ἢ κόνιν μεταβάλλομαι, Πλάτ. Τίμ. 49C, Ἱππ. 976Ε, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους, Διογ. Λ. 2. 118. 2) ἀμεταβ., κοιλίαι ξυγκαίειν ἀγαθαί, ὑποκείμεναι εἰς φλόγωσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαύσω;
brûler ou enflammer entièrement.
Étymologie: σύν, καίω.