συγκαταζεύγνυμι
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
A yoke together, join in marriage, τινά τινι Plu.Cam.2, cf. Sor.1.34:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ has become a yoke-fellow with misery, S.Aj.123; cf. συγκεράννυμι.
German (Pape)
[Seite 964] (s. ζεύγνυμι), mit einander od. zusammen verbinden; ὁθούνεκ' ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, Soph. Ai. 123, Einen ans Unglück fesseln; bes. von der Ehe, τοὺς ἀγάμους ταῖς χηρευούσαις γυναιξί, Plut. Camill. 2; Luc. Tox. 25.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταζεύγνῡμι: μέλλ. -ξω, συζευγνύω, συνδέω, εἰς γάμον, τινά τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 2. - Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, συνέζευκται δεινῇ ἄτῃ, εἶναι συνεζευγμένος μετὰ δεινῆς δυστυχίας, Σοφ. Αἴ. 123· πρβλ. συγκεράννυμι.
French (Bailly abrégé)
unir : τινά τινι une personne à une autre.
Étymologie: σύν, καταζεύγνυμι.
Greek Monolingual
Α
1. συνδέω με γάμο, παντρεύω («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῡντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», Πλούτ.)
2. μέσ. συγκαταζεύγνυμαι
μτφ. δένω τη ζωή μου με κάτι («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταζεύγνυμι «ζεύω μαζί»].