συσκοτάζω
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
A make dark, τὰ ἄστρα LXX Ez.32.7; ἡμέραν εἰς νύκτα σ. ib.Am.5.8. II intr., grow quite dark, ὁ οὐρανὸς σ. νεφέλαις ib. 3 Ki.18.45, cf. Jl.3.15, al.:—but, 2 in early writers, always impers., ξυσκοτάζει (sc. ὁ θεός) it grows dark, Th.1.51, 7.73, cf. X.Cyr. 7.5.15, etc.; ἤδη συσκοτάζοντος (sc. τοῦ θεοῦ) when it was now getting dark, Lys.Fr.75.4, cf. Diocl.Fr.141; συσκοτάζοντος ἄρτι τοῦ θεοῦ Plb. 31.13.9.
German (Pape)
[Seite 1042] 1) umfinstern, umdunkeln, ganz verfinstern. – 2) intrans., rings finster, dunkel werden, ξυνεσκόταζε γὰρ ἤδη, Thuc. 1, 51. 7, 73 Xen. Cyr. 4, 5, 5 Dem. 54, 5, Pol. 31, 21, 9 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συσκοτάζω: ἐντελῶς σκοτίζω, ποιῶ τι σκοτεινόν, τὰ ἄστρα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 7)· ἡμέραν εἰς νύκτα σ. αὐτόθι (Ἀμὼς Ε΄, 8). ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι ὅλως σκοτεινός, ὁ οὐρανὸς συσκ. νεφέλαις αὐτόθι (Γ΄ Βασιλ. ΙΗ΄, 45, πρβλ. Ἰωὴλ Γ΄, 15, κ. ἀλλ.)· -ἀλλά, 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. ἀεὶ ἀπροσώπως, συσκοτίζει, «σκοτεινιάζει», σκότος γίνεται, Θουκ. 1. 51., 7. 73, Ξεν., κλπ.· ἤδη συσκοτάζοντος, ὅτε ἤδη ἤρχισε νὰ γίνηται σκότος, Λυσίου Ἀποσπ. 45. 4, πρβλ. ὕω, νίφω.
French (Bailly abrégé)
être obscur ; • impers. ξυνεσκόταζε ἤδη THC il faisait déjà nuit.
Étymologie: σύν, σκοτάζω.