Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετραρχία

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραρχία Medium diacritics: τετραρχία Low diacritics: τετραρχία Capitals: ΤΕΤΡΑΡΧΙΑ
Transliteration A: tetrarchía Transliteration B: tetrarchia Transliteration C: tetrarchia Beta Code: tetrarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A tetrarchy, the province of a tetrarch, esp. of Thessaly, the four provinces being Thessaliotis, Phthiotis, Pelasgiotis, Hestiaeotis, Hellanic. 52J., E Alc.1154, D.9.26, Theopomp.Hist.201; also of the four divisions of each of the three Galatian tribes, Str.12.5.1; ἡ τῶν δώδεκα τ. βουλή v.l. ibid.; cf. τετράς 11.    2 generally, of the divisions of Roman protectorates, e.g. Palestine under Augustus, J.BJ2.6.3; districts adjacent to Syria, tetrarchiae regnorum instar singulae, Plin.HN5.74.    II τ. ἱππική the command of four λόχοι, Arr.An. 3.18.5, cf. Id.Tact.10.1, Ael.Tact.9.2, Ascl.Tact.2.8; Φιλίππου τετραρχίας ἔργον monument erected by Philip's τ., IG9(1).316 (Scarphea, Locr. Orient., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1099] ἡ, Tetrarchie, Herrschaft eines Vierfürsten; Eur. Alc. 1157; τετραρχίας κατέστησεν, Dem. 9, 26; – ἱππική, Oberbefehl über eine Schwadron Reiter, Arr. An. 3, 18.

Greek (Liddell-Scott)

τετραρχία: ἡ, ἐπαρχία ἐφ ἧς ἄρχει τετράρχης˙ μάλιστα ἐλέγετο ἐπὶ τῆς Θεσσαλίας, ἣν ἀπετέλουν τέσσαρες ἐπαρχίαι, Θετταλιῶτις, Φθιῶτις, Πελασγιῶτις, Ἑστιαιῶτις, Εὐρ. Ἄλκ. 1154, Δημ. 117. 26˙ ἴδε Ἑλλάνικ. καὶ Ἀριστ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Στράβ. 430˙ οὕτως ἑκάστη τῶν τριῶν τῆς Γαλατίας διαιρέσεων ἦν διῃρημένη εἰς τετραρχίας, ὁ αὐτ. 567, πρβλ. τετρὰς ΙΙ. 2) ὑπὸ τοὺς Ρωμαίους τὸ ὄνομα τετραρχία ἐδίδοτο, ὡς φαίνεται, εἰς πᾶσαν διαίρεσιν τῶν Ἀνατολικῶν χωρῶν, οἷον εἰς τὴν Παλαιστίνην, ἥτις μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἡρώδου διῃρέθη εἰς τρεῖς τετραρχίας, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2502, 4521· καὶ τὸ ὄνομα τέτραρχος ἐλέγετο, ὡς φαίνεται, ἐπὶ παντὸς ἐγχωρίου κυβερνήτου ἔχοντος βαθμὸν ὑποδεέστερον τοῦ βασιλικοῦ, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 4033, 4058, Πλουτ. Ἀντών. 36, 56, Sallust. Cat. 20, Horat. Sat. 1. 3, 12, κλπ. ΙΙ. τ. ἱππική, ἡ διοίκησις τεσσάρων λόχων, Ἀρρ. Ἀν. 3. 18, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Τακτ. 10. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tétrarchie, l’un des quatre gouvernements d’une province ou charge et autorité d’un gouverneur de tétrarchie.
Étymologie: τετράρχης.