τραγέλαφος

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραγέλᾰφος Medium diacritics: τραγέλαφος Low diacritics: τραγέλαφος Capitals: ΤΡΑΓΕΛΑΦΟΣ
Transliteration A: tragélaphos Transliteration B: tragelaphos Transliteration C: tragelafos Beta Code: trage/lafos

English (LSJ)

ὁ,

   A goat-stag, a fantastic animal, represented on Eastern carpets and the like, Ar.Ra.937; οἱ γραφῆς τραγελάφους καὶ τὰ τοιαῦτα μειγνύντες γράφουσιν Pl.R.488a, cf. Arist.APr.49a24, APo.92b7; ποῦ ἐστὶ τ. ἢ σφίγξ; Id.Ph.208a30.    2 a drinking-cup, which had such a creature worked in relief on the fore-part, or was itself in this shape, Antiph. 224.4, Diph.80, Men.24, etc.; so θρόνος . . ἔχων τραγελάφων προτομὰς ἐκτύπους, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι D.S.18.26; as a signet, IG22.1388.62, Inscr.Délos 442 B191 (ii B. C.).    3 a what's-itsname, thingumbob, τίθεται (sc. σκινδαψός) καὶ κατ' οὐδενὸς (fort. καὶ ἐπὶ τοῦ δεῖνος legend.) ὡς τὸ τραγέλαφος St.Byz. s.v. Γαληψός.    II later, a real animal of Arabia, or on the Phasis, prob. a kind of wild goat or antelope, LXX Jb.39.1, D.S.2.51, Plin.HN8.120, etc.

German (Pape)

[Seite 1132] ὁ, der Bockhirsch, ein phantastisch gebildetes Thier, das den Griechen nur aus Abbildungen auf Teppichen und andern Kunsterzeugnissen des Orients bekannt war, Ar. Ran. 935; ausdrücklich als fabelhaftes Wesen mit Kentauren zusammengestellt von Plat. Rep. VI, 488 a; Arist. ausc. phys. 4, 1. – Daher auch ein Trinkgeschirr, auf dem das Vordertheil eines solchen Bockhirsches in erhabener Arbeit dargestellt war, Ath. XI, 484 d; Antiphan. ib. 500 e; vgl. Böckh Staatshaush. II p. 305. – Späterhin wird ein wirkliches Thier in Arabien od. am Phafis damit bezeichnet, wahrscheinlich eine Antilopen- od. Gazellenart mit einem Bocksbart, D. Sic. 2, 51. – Auch der päonische Stier, vielleicht der Auerochs oder Bison.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγέλαφος: ὁ, φανταστικόν τι ζῷον, τράγος ἅμα καὶ ἔλαφος, ὅπερ ἀπεικονίζετο εἰς τάπητας ἐξ Ἀνατολῆς καὶ τὰ ὅμοια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 937· κἀκτυπωμάτων πρόσωπα, τραγέλαφοι, λαβρώνια Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 4· τραγέλαφοι καὶ κένταυροι ῥητῶς μνημονεύονται ὡς μυθικὰ πλάσματα ἐν Πλάτ. Πολ. 488Α, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. Ι. 38, 2, Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 7, 2· ποῦ ἐστί τρ. ἢ σφίγξ; ὁ αὐτ. ἐν Φυσικ. 4. 1, 1. 2) ποτήριον ἔχον ἐπὶ τῆς κατὰ μέτωπον ἐπιφανείας εἰργασμένον ἐν ἀναγλύφῳ τοιοῦτον ζῷον, ἢ ἔχον τὸ σχῆμα τοῦ ζῴου τούτου, Ἀντιφ. (ἐν «Χρυσίδι» 1) παρ’ Ἀθην. 500D, Ε· πρβλ. ὄνος VII. 3· οὕτω, θρόνος... ἔχων τραγελάφων προτομὰς ἐκτύπους, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι Διόδ. 18. 26 πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 11., 2852, 39. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ζῷόν τι πράγματι ὑπάρχον ἐν Ἀραβίᾳ ἢ παρὰ τὸν Φᾶσιν, πιθανῶς εἶδος ἐλάφου ἢ δορκάδος πωγωνοφόρου, Διόδ. 2. 51, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΘ΄, 1), Plin. Ν. Η. 8. 33, κλπ.· - καλεῖται καὶ ζόμβρος ἔν τινι γλωσσ. ἐν τῇ του Morelli Bibl. 1, σ. 59.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
demi-bouc, demi-cerf, animal fabuleux (~dahut).
Étymologie: τράγος, ἔλαφος.