τρυφάλεια
English (LSJ)
[ᾰλ], ἡ,
A helmet, Il.3.372, 12.22, al.; τρίπτυχος 11.352; αὐλῶπις 13.530; ἵππουρις 19.382; λευκολόφους τ., as an exaggerated Ep. phrase, Ar.Ra.1016. (τρῠ- does not stand for τρι- 'three' as supposed by Hsch. (v. sq.); -φάλεια is perh. related to φάλος, ἀμφίφαλος, ἄ-φαλος.)
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφάλεια: ἡ, Ἐπικὸν ὄνομα τῆς περικεφαλαίας, Ἰλ. Γ. 372, κ. ἀλλ.· τρίπτυχος Λ. 352· αὐλῶπις Ν. 530 ἵππουρις Τ. 382· λευκολόφους τρ., ὡς ὑπερβολικὴ Ἐπικὴ φράσις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ τρίς, φάλος, = περικεφαλαία ἔχουσα τρεῖς φάλους, οἰονεὶ τριφάλεια. Ἀλλ’ ὁ Βουτμᾶν. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ ἐν λ. φάλος ἐν τέλ., παρατηρεῖ ὅτι τρυφάλεια εἶναι γενικὸν ὄνομα περικεφαλαίας, καὶ οὐχὶ τὸ ὄνομα ἰδιαιτέρου τινὸς εἴδους αὐτῆς· ὅθεν παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ τρύω, καὶ ἑρμηνεύει αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν περικεφαλαίαν ἔχουσαν τετρυπημένον τὸν φάλον ὅπως δεχθῇ τὸν λόφον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταῖτυξ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
casque, litt. casque avec un trou pour y fixer le panache.
Étymologie: τρύω, φάλος.