συνδιαιτώμαι

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

συνδιαιτῶμαι, -άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω Α [[διαιτῶ, -ῶμαι]]
ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ.
β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.)
αρχ.
1. συγκατοικώ
2. μτφ. α) διατηρώ στενή επαφή, έχω στενή σχέση με κάποιον ή με κάτι («λόγῳ θεωρητοῑς πράγμασιν συνδιαιτᾱσθαι», Φίλ.)
β) συγκρατούμαι, υποβαστάζομαι από κάποιον ή από κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
3. ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω
ενεργώ ή αποφασίζω ως διαιτητής από κοινού με άλλον.