άνυδρος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνυδρος, -ον)
1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο
(«Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων
«ἄνυδρο χωράφι»)
2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ.
«ἀνύδρους σικύους», Γεωπον.
«ἄνυδρες ντομάτες»
αρχ.
1. (για εποχές) εκείνη που δεν έχει βροχές («τὸ ἔαρ καὶ τὸ θέρος πάνυ ἄνυδρον», Ιπποκρ.)
2. (για νεκρό) εκείνος που δεν τον έλουσαν («ἄθαπτος, ἄνυδρος», Ευριπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + -υδρος < ύδωρ (πρβλ. ένυδρος, έφυδρος κ.ά.)].