έλπω
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
ἔλπω και ἐέλπω (Α)
1. δίνω ελπίδες
2. (μέσ., -ομαι)
ελπίζω, περιμένω
3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.)
4. νομίζω, υποθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι του αρχικού θεματικού ενεστώτος (F)έλπομαι, ε(F)έλπομαι, με παρακμ. (F)ε(F)ολπα. Οι τ. αυτοί δεν έχουν ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως μπορούν να συνδεθούν με λατ. volup(e) στο volup(e) est «μού είναι ευχάριστο» καθώς και με τα ελλ. άλπνιστος και αρπαλέος. Παράλληλα προς το (F)έλπομαι απαντά και τ. (F)έλδομαι. Και οι δύο ανάγονται σε ΙΕ ρίζα wel- «θέλω, εκλέγω» (πρβλ. λατ. vel-le, γερμ. wollen «θέλω»)].