ακαμάτευτος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο καματεύω
1. (αγρός) που δεν έχει ακόμη οργωθεί
2. (μαλλί ή φυτική ύλη) άκλωστος, ακατέργαστος
3. (ζώο) που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο.———————— (II)
-η, -ο
(για αμπέλι) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς χωρίς σταφύλια, που οι βλαστοί του είναι σταφυλοφόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + ακαμάτης
αναλογικός σχηματισμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε -εύω
πρβλ. βασιλεύω-αβασίλευτος, νοθεύω-ανόθευτος κ.τ.ό.].